πέμφ'

πέμφ'
πέμπε , πέμπω
send
pres imperat act 2nd sg
πέμπε , πέμπω
send
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
πέμπε , πέντε
five
aeolic (indeclform numeral)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”